λυκοπερσικόν

λυκοπερσικόν
το :

λυκοπερσικόν τό εδώδιμον — помидор


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λυκοπερσικόν" в других словарях:

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

  • ντοματιά — και τοματιά, η [ντομάτα] βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»